Skip to main content

Μπούργος - Πορτάρα - Γρόττα

Γραπτό του αείμνηστου πατέρα μου Γιώργου Φραγκουδάκη:

Θα προσπαθήσω να κάνω μια παρουσίαση των πιο πάνω περιοχών. Είναι σ’ όλους γνωστό, ότι ένα μέρος της παλιάς Χώρας, που βρίσκεται βόρεια του ενετικού κάστρου, ονομάζεται Μπούργος (λέξη λατινική που σημαίνει οχυρωμένη πόλη) κι ακόμη βορειότερα του Μπούργου απλώνεται ο ιστορικός, μυθικός, γεμάτος φυσικές ομορφιές ορμίσκος της Γρόττας (λέξη λατινική που σημαίνει θαλασσινή σπηλιά). Αυτά που θα γράψω τα έχω ακούσει από διηγήσεις μεγαλύτερων, μου τα δίδαξαν οι δάσκαλοί μου ή τα διάβασα. Θ’ αναγκαστώ ν’ αναφερθώ σε ιστορικά, κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτικά γεγονότα. Σε καμιά περίπτωση δεν θέλω να μπω σε “ξένα χωράφια”. Καταξιωμένοι ιστορικοί και άλλοι ειδικοί έχουν γράψει πολλά και σπουδαία, απλώς θέλω να αφήσω μια μαρτυρία.

Χίλια εννιακόσια τριάντα τρία (1933), βρσικόμαστε στο ΝΔ άκρο του ορμίσκου της Γρόττας, μπροστά στο ηφαιστειογενές πέτρωμα, ανεβαίνουμε λίγο και μπρος μας είναι τα θεμέλια του γκρεμισμένου ανεμόμυλου των Πολίτιδων (μεγάλη και πολύ σημαντική οικογένεια της Νάξου), σχεδόν όπως είναι και σήμερα. Γυρίζουμε λίγο αριστερά και βλέπουμε το εκκλησάκι της Παναγίας του λιμανιού, κάτασπρο, πάνω στο μικροσκοπικό νησάκι του. Στο μικρό αλλά ωραίο καμπαναριό του, σχεδόν πάντα κάθεται γλάρος με το πορτοκαλί ράμφος και πόδια, με την πολύ δυνατή όρασή του ελέγχει την περιοχή για τροφή, άλλοτε πεετά με φτερούγες ακίνητες, ή ακούς τη χαρακτηριστική του φωνή που τις περισσότερες φορές στέλνει μηνύματα αλλαγής του καιρού. Το εκκλησάκι του λιμανιού, η Μυρτιδιώτισσα, μια από τις πάμπολες ονομασίες που ο λαός μας έδωσε στην Παρθένα Παναγιά: το μικρό αμυδρό φως του καντηλιού του, έδωσε πάμπολες φορές ελπίδα και θάρρος στους ταλαιπωρημένους ναυτικούς μας.

Η ματιά μας περνά αμέσως στο μπροστά μας έδαφος, αυτό χάνει συνεχώς ύψος και καταλήγει σε υψόμετρο μηδέν. Εκεί η θάλασσα χαϊδεύει με όλη της την τρυφεράδα την αμμουδιά του Αγίου Αντωνίου. Άμμος ψιλή, γυαλιστερή σα νά ‘ναι ανακατεμένη με διαμαντόσκονη, την άμμο αυτή χρησιμοποιούσαν όλες οι χωραϊτισσες νοικοκυρές για να γυαλίσουν τις καλές μέρες του χρόνου, Απόκριες, Λαμπρή, Χριστούγεννα τα μπακιρένια μαγειρικά σκεύη τους και με περηφάνεια να τα εκθέσουν στα ράφια ή στις πιατοθήκες τους. Η άμμος απλώνεται, ακολουθεί την πορεία του παλιού ενετικού μόλου (έργο ιστορικό και απόλυτα δικαιολογημένα διατηρητέο) του οποίου ίχνη υπάρχουν μέχρι και σήμερα, μετά η άμμος γυρίζει προς το νοτιά και φτάνει μέχρι τη βόρεια πλευρά της παλιάς σκάλας. Στην περιοχή αυτή υπάρχουν βάρκες, αραγμένες ή τραβηγμένες στη στεριά για κάποιες επιδιορθώσεις, σχεδόν κανένα κτίριο δεν υπάρχει στην περιοχή, μόνο το τελωνείο, λιθόκτιστο χαμηλοτάβανο και δίπλα δυο πιο μικρά σπιτάκια, λέσχες των προσκόπων και ναυτοπροσκόπων. Κάτω ακριβώς από τον Άγιο Αντώνιο, την τρίκλητη καθολική εκκλησία, όπως είναι και σήμερα, με λίγες μικροαλλαγές και την προσθήκη του ξενοδοχείου “ΩΚΕΑΝΙΣ” στο ιερό της, κάτω στην άκρη της παραλίας είχαν ξεχαστεί (ίσως από την κατασκευή του μόλου) τρεις τέσσερις μεγάλες γρανιτόπετρες. Εκεί ψάρευαν τις τσιπούρες, όταν το χειμώνα με τις πλημμύρες έσπαζε το ταλιάνι (πρόχειρο, με καλαμωτές ιχθυοτροφείο, δυτικά του σημερινού αεροδρομίου) και το λιμάνι γέμιζε λαυράκια, κεφάλους και τσιπούρες. Ο καθηγητής των τεχνικών μας κ. Βαλαβάνης και ο Μανώλης Διασίτης, υπάλληλος του λιμενικού ταμείου Νάξου, ήταν από τους πιο συστηματικούς και αποτελεσματικούς ερασιτέχνες.

Κάποια δύναμη, αόρατη, δυνατή μας αναγκάζει να γυρίσουμε προς το μαΐστρο, βορειοδυτικά. Μπροστά μας, όχι σε πολύ μεγάλη απόσταση, προβάλει επιβλητική η Πορτάρα. Αμέσως η σκέψη γυρίζει πίσω, δύο χιλιάδες πεντακόσια δέκα χρόνια, στο 510 περίπου π.Χ. Τότε η μανία των θεόρατων κυμάτων που σηκώνουν οι βοριάδες δεν είχε μπορέσει ακόμα να αποκόψει το λαιμό της μικρής χερσονήσου και να δημιουργήσει το σημερινό, αποκομμένο από τη στεριά μικρό νησάκι, που επί τόσους αιώνες φιλοξενεί σρη ράχη του την Πορτάρα.

Την εποχή εκείνη η Νάξος διοικούνταν από τους ολιγαρχικούς. Όλες οι εύφορες περιοχές του νησιού που αρδεύονταν πλούσια από τις πάμπολες μεγάλες πηγές (απομεινάρια των οποίων σήμερα είναι οι πηγές της Ποταμιάς, του Γαρίνου(;), του Φλεριού στο Δανακό) αλλά και από εκατοντάδες τοπικές πηγές, μαζί με τα βοσκοτόπια, το εμπόριο και τις άλλες δραστηρίοτητες, βρισκότανε στα χέρια των πλουσίων. Ο μεγάλος όγκος του πληθυσμού είναι σχεδόν δουλοπάρικοι, δεν έχουν ανάγκη (;) να εργασθούν αλλά ούτε και κανένα ιδιαίτερο κίνητρο. Η παραγωγή όλων των προϊόντων είναι πολύ χαμηλή, τ’ αγαθά μόλις φθάνουν για να καλοπεράσουν οι πλούσιοι και να λιμοκτονεί ο λαός. Σε κάτι όμως πολύ σημαντικό οι ακτήμονες καλλιεργητές, οι βοσκοί ξεχωρίζουν και γρήγορα διακρίνονται. Το νησί είναι διάσπαρτο από μαρμάρινους όγκους, πάνω στην επιφάνεια του εδάφους, ειδικότερα στην περιοχή των σημερινών Μελάνων. Μάρμαρο πολύ καλής ποιότητας και αρκετά εύκολο για σμίλευση. Δεν άργησαν να αντιληφθούν τη σπουδαιότητά του και άρχισαν γρήγορα να το χρησιμοποιούν. Στην αρχή φτειάχνουν απλά μικρά οικιακά σκεύη, γουδιά, λύχνους, αλατιέρες, ειδώλια, πιάτα, για να αυξήσουν λίγο το πενιχρότατο εισόδημά τους. Μεταξύ των μαρμαράδων δεν αργούν να διακριθούν προικισμένοι μαρμαρογλύπτες. Ονομαστοί έγιναν ο Βύζης(;) για την κατασκευή μαρμάρινων κεραμιδιών για να σκεπάσουν τις στέγες των ναών τους. Δείγματα αυτής της πολύ σημαντικής τεχνικής θα θαυμάσετε στο μουσείο της θεάς Δήμητρας που βρίσκεται στο Σαγκρί στη θέση Γύρουλας, όπου είναι και ο εν μέρει αναστηλωμένος ναός της θεάς που πρέπει να το επισκευτείτε.

συνεχίζεται …